1. |
Όρθρος (Orthros)
05:25
|
|||
2. |
||||
ΑΜΝΙΑΚΟΣ ΑΣΚΟΣ
«Καθώς λέξεις αιώνων θα παραγεμίζουν τούτον τον αμνιακό ασκό,
θα ‘ρθει καιρός που θε να μοιάζει με στομάχι πρησμένο.
Στα δυο θα κόψει τον αέρα ένα τρίξιμο,
το δέρμα σαν τεντώσει.
Τότε, θα πει πως ήρθε η ώρα το πρώτο κλάμα να ακουστεί.
Το κλάμα εκείνου που ‘χει μάνα του την πείνα και τον φόβο για πατέρα.
Γκαστριές σαν και τούτες μονάχα τέρατα γεννούν.
Μόλο που τούτη τη φορά,
δεύτερο σποράκι τρύπωσε μες στον ασκό κρυφά.
Τον άρτο μοίρασαν στα δυο
και η ψυχή του ενός καθρέφτιζε βαθιά τα σπλάχνα τ’ άλλου.
Ξεθάρρεψαν αντάμα,
στη φρονιμάδα ασκήτεψαν και όπως λεν’:
τα που γεννιούνται από δυο στέκουνται πάντα πιο σοφά.
Σα ζευγαρώσουν δυο φωνές,
τραγούδι απλώνει, βασιλεύει.
Σαν κλάμα μωρού θα ξεχυθεί,
σα φύσηγμα η πρώτη ανάσα.»
|
||||
3. |
||||
4. |
|
|||
5. |
Άγος - Ágos (Sin)
01:49
|
|||
ΑΓΟΣ
«Αυλάκωναν οι μάχες προς τα δικά μας μέρη.
Όσο μούγκριζε ο χαλασμός πίσω απ’ του βουνού τη ράχη,
μιαν ελπίδα μ’ έτρεφε.
Σίμωνε τώρα κι η σειρά μας για να μας τριβολίσουν.
Και σαν άκουσα πως ο εχθρός συνήθειο το ‘χει απ’ όπου περνά,
τα μωρά - πρώτα εκείνα - να ξεπαστρεύει,
μεμιάς πιάνω την τσαμπούνα.
Με το μαχαίρι την εσχίζω, μέσα το στερνοπαίδι μπήγω
- ούτε πέντε μερών δεν ήταν -
και γερά μες στο σακί το ράβω.
Πρόσταξε ο αγάς να ‘ρθω μπροστά του να παίξω την τσαμπούνα,
το κέφι του να σιάξει.
Μήνα γύρευε τις κραυγές από τα αυτιά του να ξεπλύνει;
Σαν με φέρανε μπροστά του, άλλο δεν μπόραγα να κάνω.
Πιάνω να παίξω ένα σκοπό να τον ευχαριστήσω.
Φουσκώνω, φουσκώνω τον ασκό και με το πρώτο αγκάλιασμα,
αντί για τον γιαρέ, κλάμα μωρού τσαμπούνισε
και κοφτερή λεπίδα πάγωνε στον τράχηλό μου απάνω.
Γουρλώνει ευθύς τα μάτια του, πιάνει και συλλογιέται.
Θεού σημάδι ψέλλισε.
Τους άντρες ένα ασκέρι μάζωξε και ακόμη στο δρόμο τρέχει.
Κι ως τα τώρα άλλος αγάς στα μέρη ετούτα δεν εφάνη.»
|
||||
6. |
Τέσκα (Teska dance)
03:52
|
|||
7. |
||||
8. |
||||
ΣΤΑΧΤΗ ΚΑΙ ΠΙΚΡΑΜΥΓΔΑΛΟ
«Τι είν’ τούτο το σακί, ρώτησα μια θεια μου, σαν μπήκαμε στη σάλα.
Στης ξύλινης σκάλας τα πλευρά κρεμόταν
μια τσαμπούνα, ασκομαντούρα, γκάιντα, πες την όπως το θες.
Του παππού σου ήταν, μ’ απαντά.
Και γιάντα είναι τόσο φουσκωμένη, ρωτώ πάλι.
Φύσαγε ο καημένος ο παππούς σου στον ασκό όλες του τις έγνοιες,
σα φώλιαζε κυνηγημένος στο βουνό.
Μην και τη δω στα χέρια σου, τάχα με φοβέρισε.
Τον αγαπούσα τον παππού. Μα και τη φωνή του έχω ξεχάσει.
Σαν ξέμεινα μόνος στο σπίτι, πήρα μαχαίρι.
Το ‘βαλα σκοπό να τρυπήσω το σακί.
Τα βάσανα των παλιών και περασμένων
να μου στορήσει με τη λαλιά του.
Βυθίζω με σιγουριά τη λάμα στο δερμάτινο τούτο πνευμόνι
και ένας αναστεναγμός βαθύς τράνταξε τη σάλα
που πλημμύρισε μυρωδιά στάχτης και πικραμύγδαλου.
Ξαλάφρωσε η ψυχή του να κουβαλά κιβώτιο βαρύ.
Τώρα, εγώ το έχω χρεωμένο.»
|
||||
9. |
||||
10. |
||||
ΚΑΤΑΔΥΣΗ
«Θυμάμαι, σαν τώρα, τη μέρα που τράβηξα ρότα για τα δυτικά.
Με μια τσαμπούνα μόνη μου κληρονομιά και σύντροφό μου
τράβηξα τότε δρόμο ανάδρομο απ' το συγκαιρινό.
Μια ρώγα κι εγώ, κρεμασμένη πλάι σε χιλιάδες άλλες,
άγουρες, μα στον πυρήνα σάπιες.
Γυάλιζε το Δυρράχιο στην πλάτη μας.
Βάλαμε πλώρη ν’ ανατείλουμε στη γη του μεσημβρινού ήλιου.
Χάραζε και στις ακτές της Πούλιας
άπλωναν οι γερανοί τα νυσταγμένα τους φτερά.
Τη στεριά, έτσι να έκανες, θαρρείς την άγγιζες.
Άχνιζε η τσιμεντένια προβλήτα
και ξάφνου κροταλίσματα πλατάγισαν στον αέρα,
ακατάστατα και άνευρα.
Σε μια στιγμή μονάχα, η θάλασσα η ασημοπράσινη
διάτρητη από αμύθητα ανθρώπινα στίγματα.
Κι εγώ ένα από αυτά.
Φουσκώνω ως πέρα την τσαμπούνα μ' οξυγόνο,
βουτώ βαθιά κι αφήνω πίσω το χαμό,
ώσπου ώρα μετά αναδύθηκα με μια σκέψη καρφωμένη:
“Μια ακόμα νίκη και θα χαθούμε εντελώς”.»
|
||||
11. |
||||
12. |
Kavuki Athens, Greece
Kavuki studio serves as home office for Manolis Zacheilas' arts productions and guitar teaching.
Streaming and Download help
If you like Askitiki - via egnatia, you may also like:
Bandcamp Daily your guide to the world of Bandcamp